Κλειδώνω τη πόρτα, με ρουφάει ο ήλιος
και του δέντρου του δρόμου η σκιά
Γεια, η πιο όμορφη λέξη όταν κάτι έχει φταίξει
και σε πάει ξανά μακρυά
γεια, στην απεραντοσύνη κάνω εμπιστοσύνη ταπεινά
λυτρωμένα με γεια με λες γιορτάζει η Σοφία
την αλληλογραφία παίρνω ήσυχα με άλλα χαρτιά
γεια με μολύβι υπογράφω, τι χρειάζομαι γράφω
η καρδιά να μην είναι βαριά
Γεια, σε όποιον έρθει και φύγει σαν τριαντάφυλλο
ανοίγει που σκορπά ξεχασμένη ευωδιά
Γεια, το πιο ήσυχο βήμα στο λαβύρινθο βάζει φωτιά
Γεια, ότι μέσα κι απ' έξω χρόνια έχω να παίξω το κομμάτι μου με μαστοριά
Γεια στην ίδια σφαίρα θα μουν κι απ' το πριν
στο μετά μου μεταφέρθηκα προσωρινά
γεια, τόσα πλάτος όσο σκέτα και ξανά στη κουκέτα
για άλλα τα άγνωστα τα αληθινά
Γεια τόσα πλάτος όσο σκέτα δεν γουστάρω ετικέτα
δεν ξεχνιέται αν αξίζει η χρονιά
τι εφτά τι οχτώ, τι εννιά το ταξίδι από μέσα αρχινά